- κόσος
- κόσος, -η, -ον (Α)(ιων. και αιολ. τ.) βλ. πόσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κόσος — πόσος of what quantity? masc nom sg (ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόσος — η, ο / πόσος, η, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) 1. ποιας ποσότητας α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.) β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη… … Dictionary of Greek
πο- — ριζικό θέμα τών ερωτηματικών (όταν τονίζεται) και τών αόριστων (όταν είναι εγκλιτικό) επιρρημάτων και αντωνυμιών που ανάγεται στην IE ρ. *kwo (πρβλ. γερμ. hvas, Κατ. quod, αρμ. ο, λιθουαν. kas, αρχ. σλαβ. kŭ to). Η ρίζα αυτή έχει και τις μορφές:… … Dictionary of Greek
kʷo-, kʷe-, fem. kʷā; kʷei- — kʷo , kʷe , fem. kʷā; kʷei English meaning: indefinite/interrogative pronominal base Deutsche Übersetzung: die betonten Formen sind Interrogativa, die unbetonten Indefinita Grammatical information: (presumably einst only in nom.… … Proto-Indo-European etymological dictionary